σταθμοδότης

σταθμοδότης
σταθμο-δότης, ου, ,
A quartermaster, Plu.Demetr.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταθμοδότης — ὁ, Α βαθμοφόρος που ήταν αρμόδιος να καθορίζει καταλύματα για τους στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός «κατάλυμα» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης] …   Dictionary of Greek

  • σταθμοδότην — σταθμοδότης quartermaster masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοδοσία — ἡ, Α [σταθμοδότης] η κατανομή τών στρατιωτών στα διάφορα καταλύματα …   Dictionary of Greek

  • σταθμοδοτώ — έω, Α [σταθμοδότης] κατανέμω τους στρατιώτες σε καταλύματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”